- καταλσής
- κατ-αλσής, ές, ([etym.] ἄλσος)A woody, Str.5.3.11:—later [suff] κάτ-αλσος, ον, Eust.ad D.P.321.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταλσής — καταλσής, ές (Α) (για τόπο) δασώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευ αλσής] … Dictionary of Greek
καταλσῆ — καταλσής woody neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταλσής woody masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταλσής woody masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταλσος — κάταλσος, ον (AM) καταλσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄλσος] … Dictionary of Greek